- εκφαντικως
- ἐκφαντικῶςἐκ-φαντικῶςв целях ясности
(ὑπερβολῆς χρῆσθαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὑπερβολῆς χρῆσθαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐκφαντικῶς — ἐκφαντικός in Alc.Praef. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφαντικός — ή, ό (AM ἐκφαντικός, ή, όν) Ι. εκφαντορικός, αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να φανερώνει, να αποκαλύπτει, εκδηλωτικός, αποκαλυπτικός «δόγμα ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» (Ιάμβλ.) δόγμα που φανερώνει, που αποκαλύπτει την υπεροχή τών… … Dictionary of Greek